- σκοτεινός
- σκοτεινός1 gloomy
ξεῖνός εἰμᾰ· σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.60
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ξεῖνός εἰμᾰ· σκοτεινὸν ἀπέχων ψόγον, ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.60
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σκοτεινός — dark masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος σκοτάδι: Ήταν μια νύχτα σκοτεινή,χωρίς φεγγάρι. 2. σκούρος, χωρίς λάμψη: Η εικόνα αυτή είναι πολύ σκοτεινή. – Χρησιμοποιεί σκοτεινά χρώματα στη ζωγραφική. 3. δυσνόητος, ασαφής: Ορισμένα σημεία του λόγου του είναι σκοτεινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτεινά — σκοτεινός dark neut nom/voc/acc pl σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc/acc dual σκοτεινά̱ , σκοτεινός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότερον — σκοτεινός dark adverbial comp σκοτεινός dark masc acc comp sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινοτέραις — σκοτεινός dark fem dat comp pl σκοτεινοτέρᾱͅς , σκοτεινός dark fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινῶν — σκοτεινός dark fem gen pl σκοτεινός dark masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινόν — σκοτεινός dark masc acc sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτεινότατον — σκοτεινός dark masc acc superl sg σκοτεινός dark neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναῖς — σκοτεινός dark fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτειναί — σκοτεινός dark fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)